λυσίκοπος

λυσίκοπος
λυσίκοπος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από κόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + -κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. μεσό-κοπος, υπέρ-κοπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυσίκοπον — λυσίκοπος freeing from fatigue masc/fem acc sg λυσίκοπος freeing from fatigue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”